ακαυστώ

ακαυστώ
ἀκαυστῶ (-όω) (Α)
κάνω κάτι άκαυστο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκαυστος.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκαύστωσις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀκαύστῳ — ἄκαυστος unburnt masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άκαυστος — η, ο και άκαυτος, η, ο (Α ἄκαυστος, ον) 1. αυτός που δεν έχει πυρποληθεί, δεν έχει καεί 2. εκείνος που δεν μπορεί να καεί νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει πυρακτωθεί από τη φωτιά 2. μτφ. εκείνος που δεν έχει πάθει καμιά συμφορά 3. «άκαυτο μέλι» μέλι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”